Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλογολάτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αλογολάτ
ης
οι
αλογολάτ
ες
γενική
του
αλογολάτ
η
των
αλογολατ
ών
αιτιατική
τον
αλογολάτ
η
τους
αλογολάτ
ες
κλητική
αλογολάτ
η
αλογολάτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλογολάτης
<
άλογο
+
-λάτης
(<
ελαύνω
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλογολάτης
αρσενικό
αυτός που οδηγεί το
άλογο
, ο
ιππηλάτης
Συγγενικά
επεξεργασία
αλογάρης
αλογατάρης
Δείτε επίσης
επεξεργασία
βαλμάς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλογολάτης