Δείτε επίσης: Βαλμάς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαλμάς οι βαλμάδες
      γενική του βαλμά των βαλμάδων
    αιτιατική τον βαλμά τους βαλμάδες
     κλητική βαλμά βαλμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαλμάς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βαλμάς αρσενικό ((δημοτική)

  1. (επάγγελμα) βοσκός ή εκτροφέας μεγάλων ζώων (αλόγων, μουλαριών, βοδιών κ.λπ.)· ιπποφορβός, ζωέμπορος
  2. εκμισθωτής (μεγάλων) ζώων για αλώνισμα
    ※  Κάπου βροντάει μια τουφεκιά ή κυνηγού ή δραγάτη, | και κάπου κάπου ο αντίλαλος βραχνό τραγούδι φέρνει | του αλογολάτη, του βαλμά, οπού γυρνάει κ' εκείνος.
    Κώστας Κρυστάλλης, «Το ηλιοβασίλεμα» (1893).
    → δείτε και τις λέξεις αλογάρης, αλογατάρης, αλογολάτης, μουλαρολάτης, γαϊδουροβοσκός και γαϊδουρολάτης[1]
  3. (πτηνό) γκιόνης
    ※  Ο βαλμάς σήμερα είναι πουλί, ούτε μεγαλύτερο ούτε μικρότερο από κότσυφα, αλλά στα παλιά χρόνια ήτον άνθρωπος και φύλαγε άλογα στο λιβάδι.
    Δημήτριος Λουκόπουλος, Νεοελληνική μυθολογία: ζώα - φυτά (Αθήνα: Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων - Βιβλιοπωλείον Ι.Ν. Σιδέρη, 1940), σ. 135. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη· πρόσβαση: 2022-10-06.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και σύνεργα (Αθήνα: Τυπογραφείο «Εστία», 1931), σ. 285. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη· πρόσβαση: 2022-10-06.