Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκμισθωτής οι εκμισθωτές
      γενική του εκμισθωτή των εκμισθωτών
    αιτιατική τον εκμισθωτή τους εκμισθωτές
     κλητική εκμισθωτή εκμισθωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκμισθωτής < εκμισθω-(νω) + -τής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ek.mi.sθoˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐μι‐σθω‐τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκμισθωτής αρσενικό (θηλυκό εκμισθώτρια)

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις μισθώνω και μισθός

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία