υπεκμισθωτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- υπεκμισθωτής < υπεκμισθώνω + -τής. Αναλύεται σε υπ- + εκ- + μισθωτής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υπεκμισθωτής αρσενικό (θηλυκό υπεκμισθώτρια)
- (νομικός όρος) αυτός που υπεκμισθώνει, που εκμισθώνει σε τρίτο πρόσωπο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπεκμισθωτής