↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπεκμισθωτής οι υπεκμισθωτές
      γενική του υπεκμισθωτή των υπεκμισθωτών
    αιτιατική τον υπεκμισθωτή τους υπεκμισθωτές
     κλητική υπεκμισθωτή υπεκμισθωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπεκμισθωτής < (υπεκμισθώνω) υπεκμισθω- + -τής. Αναλύεται σε υπ- + εκ- + μισθωτής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπεκμισθωτής αρσενικό (θηλυκό υπεκμισθώτρια)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία