• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μισθωτής

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Αντώνυμα
      • 1.2.2 Συγγενικά
      • 1.2.3 Μεταφράσεις
    • 1.3 Κλιτικός τύπος επιθέτου

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μισθωτής οι μισθωτές
      γενική του μισθωτή των μισθωτών
    αιτιατική τον μισθωτή τους μισθωτές
     κλητική μισθωτή μισθωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μισθωτής < αρχαία ελληνική μισθωτής < μισθόω + -τής

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μισθωτής αρσενικό (θηλυκό μισθώτρια)

  • (νομικός όρος) αυτός που μισθώνει, που πληρώνει ενοίκιο για κάτι
    ≈ συνώνυμα: ο ενοικιαστής

Αντώνυμα

επεξεργασία
  • εκμισθωτής

Συγγενικά

επεξεργασία
  • υπεκμισθωτής
  • συμμισθωτής

→ και δείτε τις λέξεις μισθώνω και μισθός

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    μισθωτής
  • αγγλικά : lessee (en)
  • γερμανικά : Pächter (de), Mieter (de)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

μισθωτής

  • γενική ενικού του μισθωτή
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μισθωτής&oldid=5689975"
Τελευταία επεξεργασία στις 26 Μαΐου 2023, στις 14:28

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 26 Μαΐου 2023, στις 14:28.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας