μισθωτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μισθωτής | οι | μισθωτές |
γενική | του | μισθωτή | των | μισθωτών |
αιτιατική | τον | μισθωτή | τους | μισθωτές |
κλητική | μισθωτή | μισθωτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μισθωτής < αρχαία ελληνική μισθωτής < μισθόω + -τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μισθωτής αρσενικό (θηλυκό μισθώτρια)
- (νομικός όρος) αυτός που μισθώνει, που πληρώνει ενοίκιο για κάτι
- ≈ συνώνυμα: ο ενοικιαστής