Ετυμολογία

επεξεργασία
μισθώνω < αρχαία ελληνική μισθός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /miˈsθo.no/
 

μισθώνω

  1. καταβάλλω μίσθωμα ως ενοικιαστής για κινητή ή ακίνητη περιουσία, προκειμένου να μπορώ να την χρησιμοποιήσω για δικές μου ανάγκες εργασίας ή κατοικίας κ.λπ.
  2. προσλαμβάνω κάποιον, προκειμένου να εκτελέσει μια συγκεκριμένη εργασία για περιορισμένο χρονικό διάστημα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία