Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hire hires

hire (en)

ενεστώτας hire
γ΄ ενικό ενεστώτα hires
αόριστος hired
παθητική μετοχή hired
ενεργητική μετοχή hiring

hire (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) προσλαμβάνω, δίνω σε κάποιον δουλειά
    ⮡  The ship owners hired a new captain.
    Οι πλοιοκτήτες προσέλαβαν νέο καπετάνιο.
    ⮡  I am hiring new staff.
    Προσλαμβάνω καινούριο προσωπικό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη employ
  2. (μεταβατικό) προσλαμβάνω, δίνω σε κάποιον μια δουλειά για μικρό χρονικό διάστημα για να κάνει μια συγκεκριμένη εργασία
    ⮡  I am hiring a guide for the climb.
    Προσλαμβάνω οδηγό για την ανάβαση.
    ⮡  I am hiring someone to paint the house.
    Προσλαμβάνω κάποιον να βάψει το σπίτι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη employ
  3. (μεταβατικό, ειδικά βρετανική σημασία) ενοικιάζω από κάποιον
    ⮡  I hire a bike- ενοικιάζω ποδήλατο
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη rent