employ
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | employ |
γ΄ ενικό ενεστώτα | employs |
αόριστος | employed |
παθητική μετοχή | employed |
ενεργητική μετοχή | employing |
Ρήμα επεξεργασία
employ (en)
- απασχολώ, προσλαμβάνω, δίνω σε κάποιον μια δουλειά να κάνει για πληρωμή
- (επίσημο) χρησιμοποιώ ως μέσο
Πηγές επεξεργασία
- employ - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 91, 748, 976. ISBN 9780194325684., λήμμα: απασχολώ, προσλαβαίνω, χρησιμοποιώ