Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ενοικιάζω < μεσαιωνική ελληνική ἐνοικιάζω < ἔνοικος

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ni.ciˈa.zo/

  ΡήμαΕπεξεργασία

ενοικιάζω

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία