νοικιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νοικιάζω < ενοικιάζω με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίανοικιάζω
- παραχωρώ ένα οίκημα ή όχημα ή κάτι άλλο προς ενοικίαση
- χρησιμοποιώ ένα σπίτι ή όχημα ή κάτι άλλο πληρώνοντας ενοίκιο στον ιδιοκτήτη
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | νοικιάζω | νοίκιαζα | θα νοικιάζω | να νοικιάζω | νοικιάζοντας | |
β' ενικ. | νοικιάζεις | νοίκιαζες | θα νοικιάζεις | να νοικιάζεις | νοίκιαζε | |
γ' ενικ. | νοικιάζει | νοίκιαζε | θα νοικιάζει | να νοικιάζει | ||
α' πληθ. | νοικιάζουμε | νοικιάζαμε | θα νοικιάζουμε | να νοικιάζουμε | ||
β' πληθ. | νοικιάζετε | νοικιάζατε | θα νοικιάζετε | να νοικιάζετε | νοικιάζετε | |
γ' πληθ. | νοικιάζουν(ε) | νοίκιαζαν νοικιάζαν(ε) |
θα νοικιάζουν(ε) | να νοικιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | νοίκιασα | θα νοικιάσω | να νοικιάσω | νοικιάσει | ||
β' ενικ. | νοίκιασες | θα νοικιάσεις | να νοικιάσεις | νοίκιασε | ||
γ' ενικ. | νοίκιασε | θα νοικιάσει | να νοικιάσει | |||
α' πληθ. | νοικιάσαμε | θα νοικιάσουμε | να νοικιάσουμε | |||
β' πληθ. | νοικιάσατε | θα νοικιάσετε | να νοικιάσετε | νοικιάστε | ||
γ' πληθ. | νοίκιασαν νοικιάσαν(ε) |
θα νοικιάσουν(ε) | να νοικιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω νοικιάσει | είχα νοικιάσει | θα έχω νοικιάσει | να έχω νοικιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις νοικιάσει | είχες νοικιάσει | θα έχεις νοικιάσει | να έχεις νοικιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει νοικιάσει | είχε νοικιάσει | θα έχει νοικιάσει | να έχει νοικιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε νοικιάσει | είχαμε νοικιάσει | θα έχουμε νοικιάσει | να έχουμε νοικιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε νοικιάσει | είχατε νοικιάσει | θα έχετε νοικιάσει | να έχετε νοικιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν νοικιάσει | είχαν νοικιάσει | θα έχουν νοικιάσει | να έχουν νοικιάσει |
|