Ετυμολογία

επεξεργασία
ξενοικιάζω < ξε και νοικιάζω

ξενοικιάζω, παθ. φωνή: ξενοικιάζομαι, παθ. μτχ.: ξενοικιασμένος

  1. λύνω το συμβόλαιο ενοικίασης που είχα υπογράψει με τον ιδιοκτήτη ενός ακινήτου ή αντίθετα με τον ενοκιαστή
    Θα πουλήσω το σπίτι και πρέπει να το ξενοικιάσω
    Βρήκα χαμηλότερο ενοικιο και θα ξενοικιάσω το τριάρι που κρατάω τώρα στα Πατήσια

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία