Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξενοικιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ξενοικιασμέν
ος
η
ξενοικιασμέν
η
το
ξενοικιασμέν
ο
γενική
του
ξενοικιασμέν
ου
της
ξενοικιασμέν
ης
του
ξενοικιασμέν
ου
αιτιατική
τον
ξενοικιασμέν
ο
την
ξενοικιασμέν
η
το
ξενοικιασμέν
ο
κλητική
ξενοικιασμέν
ε
ξενοικιασμέν
η
ξενοικιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ξενοικιασμέν
οι
οι
ξενοικιασμέν
ες
τα
ξενοικιασμέν
α
γενική
των
ξενοικιασμέν
ων
των
ξενοικιασμέν
ων
των
ξενοικιασμέν
ων
αιτιατική
τους
ξενοικιασμέν
ους
τις
ξενοικιασμέν
ες
τα
ξενοικιασμέν
α
κλητική
ξενοικιασμέν
οι
ξενοικιασμέν
ες
ξενοικιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξενοικιασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ξενοικιάζω
Μετοχή
επεξεργασία
ξενοικιασμένος
, -η, -ο
→
δείτε
τη
λέξη
ξενοικιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξενοικιασμένος