πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενοίκιο τα ενοίκια
      γενική του ενοικίου
& ενοίκιου
των ενοικίων
    αιτιατική το ενοίκιο τα ενοίκια
     κλητική ενοίκιο ενοίκια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ενοίκιο ουδέτερο

  1. χρηματικό ποσό που πληρώνει κανείς για το δικαίωμα προσωρινής χρήσης ενός χώρου για κατοίκηση, εμπορικούς σκοπούς κλπ.
  2. το να μένει κανείς σε νοικιασμένο σπίτι
      τόσα χρόνια μένω στο ενοίκιο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία