Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενοίκιο τα ενοίκια
      γενική του ενοικίου
ενοίκιου
των ενοικίων
    αιτιατική το ενοίκιο τα ενοίκια
     κλητική ενοίκιο ενοίκια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ενοίκιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνοίκιον[1]

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈni.ci.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐νοί‐κι‐ο

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ενοίκιο ουδέτερο

  1. χρηματικό ποσό που πληρώνει κανείς για το δικαίωμα προσωρινής χρήσης ενός χώρου για κατοίκηση, εμπορικούς σκοπούς κλπ.
  2. το να μένει κανείς σε νοικιασμένο σπίτι
    τόσα χρόνια μένω στο ενοίκιο

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία