νοικάρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νοικάρης αρσενικό (θηλυκό νοικάρισσα)
- ο μισθωτής, ο ενοικιαστής ενός διαμερίσματος ή δωματίου σε σχέση με τον ιδιοκτήτη του
νοικάρης αρσενικό (θηλυκό νοικάρισσα)