Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νοικάρης οι νοικάρηδες
      γενική του νοικάρη των νοικάρηδων
    αιτιατική τον νοικάρη τους νοικάρηδες
     κλητική νοικάρη νοικάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νοικάρης < νοίκι + -άρης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νοικάρης αρσενικό (θηλυκό νοικάρισσα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία