Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νοικάρης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
νοικάρ
ης
οι
νοικάρ
ηδες
γενική
του
νοικάρ
η
των
νοικάρ
ηδων
αιτιατική
τον
νοικάρ
η
τους
νοικάρ
ηδες
κλητική
νοικάρ
η
νοικάρ
ηδες
Κατηγορία
όπως «
μανάβης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
νοικάρης
<
νοίκι
+
-άρης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νοικάρης
αρσενικό
(
θηλυκό
νοικάρισσα
)
ο
μισθωτής
, ο
ενοικιαστής
ενός διαμερίσματος ή δωματίου σε σχέση με τον ιδιοκτήτη του
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νοικάρης
αγγλικά
:
renter
(en)
γαλλικά
:
locataire
(fr)