Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

νοικάρηδες

  1. νοικάρης, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. νοικάρης, στην αιτιατική του πληθυντικού
  3. νοικάρης, στην κλητική του πληθυντικού