ενοικιαστής
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ni.ci.aˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐νοι‐κι‐α‐στής
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενοικιαστής αρσενικό(θηλυκό ενοικιάστρια)
- αυτός που ενοικιάζει ένα κτήριο, κατοικία κλπ
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ενοίκιο
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
- εκμισθωτής
- περίφραση: ιδιοκτήτης που εκμισθώνει