ξενοίκιαστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξενοίκιαστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ξενοίκιαστος, -η, -ο
- που δεν έχει νοικιαστεί, που προσφέρθηκε για χρήση με ενοίκιο αλλά δεν τον νοίκιασε κανείς
ξενοίκιαστος, -η, -ο