Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νοικιάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος νοικιάζω

  Ρήμα επεξεργασία

νοικιάζομαι

→ δείτε τη λέξη νοικιάζω