↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενοικιοστάσιο τα ενοικιοστάσια
      γενική του ενοικιοστασίου
ενοικιοστάσιου
των ενοικιοστασίων
    αιτιατική το ενοικιοστάσιο τα ενοικιοστάσια
     κλητική ενοικιοστάσιο ενοικιοστάσια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενοικιοστάσιο < ενοίκι(ο) + -ο- + -στάσιο (στάση)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ενοικιοστάσιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία