πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μίσθωση οι μισθώσεις
      γενική της μίσθωσης* των μισθώσεων
    αιτιατική τη μίσθωση τις μισθώσεις
     κλητική μίσθωση μισθώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μισθώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μίσθωση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία