Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μίσθωση οι μισθώσεις
      γενική της μίσθωσης* των μισθώσεων
    αιτιατική τη μίσθωση τις μισθώσεις
     κλητική μίσθωση μισθώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μισθώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μίσθωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μίσθω(σις) + -ση

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

μίσθωση θηλυκό

Σύνθετα Επεξεργασία

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη μισθός

  Μεταφράσεις Επεξεργασία