ενικός         πληθυντικός  
location locations

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

location (en)

  1. η τοποθεσία, η θέση όπου βρίσκεται κάτι
      It’s a good location for a school.
    Είναι καλή τοποθεσία για σχολείο.
      The village has an ideal location.
    Το χωριό έχει ιδεώδη τοποθεσία.
  2. (μη μετρήσιμο) ο εντοπισμός, η εντόπιση, η ενέργεια του να εντοπίζω, του να προσδιορίζω ακριβώς τον τόπο στον οποίο βρίσκεται κάποιος ή κάτι
      the location of the enemy positions - ο εντοπισμός των θέσεων του εχθρού
     συνώνυμα: locating
      ενικός         πληθυντικός  
location locations

Ουσιαστικό

επεξεργασία

location (fr) θηλυκό

  1. η ενοικίαση
  2. (κατ’ επέκταση) κάτι που έχει ενοικιαστεί
  3. (κατ’ επέκταση) το γραφείο ενοικιάσεων