location
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
location (en)
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
location | locations |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
location (fr) θηλυκό
- η ενοικίαση
- (κατʼ επέκταση) κάτι που έχει ενοικιαστεί
- (κατʼ επέκταση) το γραφείο ενοικιάσεων