τοποθεσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
τοποθεσία < αρχαία ελληνική τοποθεσία < τοποθετῶ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τοποθεσία θηλυκό
- η θέση ενός αντικειμένου σε σχέση με κάποιο σημείο αναφοράς του χώρου
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τοποθετώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τοποθεσία