site
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
site | sites |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
site (en)
- ο τόπος, η τοποθεσία, η θέση
- ↪ There were braking signs at the site of the collision.
- Ίχνη φρεναρίσματος υπήρχαν στον τόπο της σύγκρουσης.
- ↪ There were braking signs at the site of the collision.
- (διαδίκτυο) ο ιστοχώρος ή ο ιστότοπος
- (πληροφορική) ο χώρος που φιλοξενεί τις εγκαταστάσεις των ηλεκτρονικών υπολογιστών, εξυπηρετητών (servers) και άλλων συστημάτων μιάς εταιρίας, οργανισμού, κλπ.
Συνώνυμα επεξεργασία
Υπώνυμα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
site (fr)