Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
spot
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ουσιαστικό
1.2
Ρήμα
1.3
Αναγραμματισμοί
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
spot
spots
spot
(en)
σημείο
,
τόπος
,
θέση
⮡
Show us the exact
spot
where you found the gun.
Δείξε μας την ακριβή
θέση
όπου βρήκες το όπλο.
κηλίδα
,
λεκές
στάλα
βούλα
,
στίγμα
,
πουά
σπυρί
σφήνα
σε πρόγραμμα
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας
spot
γ΄
ενικό
ενεστώτα
spots
αόριστος
spotted
παθητική μετοχή
spotted
ενεργητική
μετοχή
spotting
spot
(en)
διακρίνω
,
εντοπίζω
,
επισημαίνω
,
μυρίζομαι
⮡
The thieves went in and went out without being
spotted
.
Οι κλέφτες μπήκαν και βγήκαν, χωρίς να τους
μυριστούν
.
≈
συνώνυμα
:
notice
Αναγραμματισμοί
επεξεργασία
stop