Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπυρί τα σπυριά
      γενική του σπυριού των σπυριών
    αιτιατική το σπυρί τα σπυριά
     κλητική σπυρί σπυριά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπυρί < αρχαία ελληνική σπυρός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /spiˈɾi/
 
Μάγουλο με σπυριά.
 
Σπυριά ρυζιού.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπυρί ουδέτερο

  1. φλεγμονή στο δέρμα που δημιουργεί ένα εξόγκωμα, συνήθως με πύον
     συνώνυμα: σπιθουράκι, ακμή
  2. σπόρος, κόκκος

Υποκοριστικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία