Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επισημαίνω < αρχαία ελληνική ἐπισημαίνω

  Ρήμα επεξεργασία

επισημαίνω

  1. βάζω σήμα πάνω σε κάτι, σημαδεύω, μαρκάρω ώστε να γίνει αξιοπρόσεκτο
    Επισημαίνω πως αυτή η πινακίδα λέει ότι απαγορεύεται το παρκάρισμα.
  2. βάζω κάποιο σημάδι για να αναγνωρίσω κάτι
    τα προϊόντα κατά τη μεταφορική διαδικασία πρέπει να επισημαίνονται ώστε το σωστό προϊόν να φτάνει στο σωστό παραλήπτη
  3. ανακαλύπτω τη θέση κάποιου ή ενός αντικειμένου (πχ σ' έναν χάρτη, συσκευή σόναρ, κτλ)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία