επισημαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επισημαίνω < αρχαία ελληνική ἐπισημαίνω
Ρήμα
επεξεργασίαεπισημαίνω
- βάζω σήμα πάνω σε κάτι, σημαδεύω, μαρκάρω ώστε να γίνει αξιοπρόσεκτο
- Επισημαίνω πως αυτή η πινακίδα λέει ότι απαγορεύεται το παρκάρισμα.
- βάζω κάποιο σημάδι για να αναγνωρίσω κάτι
- τα προϊόντα κατά τη μεταφορική διαδικασία πρέπει να επισημαίνονται ώστε το σωστό προϊόν να φτάνει στο σωστό παραλήπτη
- ανακαλύπτω τη θέση κάποιου ή ενός αντικειμένου (πχ σ' έναν χάρτη, συσκευή σόναρ, κτλ)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επισημαίνω | επισήμαινα | θα επισημαίνω | να επισημαίνω | επισημαίνοντας | |
β' ενικ. | επισημαίνεις | επισήμαινες | θα επισημαίνεις | να επισημαίνεις | επισήμαινε | |
γ' ενικ. | επισημαίνει | επισήμαινε | θα επισημαίνει | να επισημαίνει | ||
α' πληθ. | επισημαίνουμε | επισημαίναμε | θα επισημαίνουμε | να επισημαίνουμε | ||
β' πληθ. | επισημαίνετε | επισημαίνατε | θα επισημαίνετε | να επισημαίνετε | επισημαίνετε | |
γ' πληθ. | επισημαίνουν(ε) | επισήμαιναν επισημαίναν(ε) |
θα επισημαίνουν(ε) | να επισημαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επισήμανα | θα επισημάνω | να επισημάνω | επισημάνει | ||
β' ενικ. | επισήμανες | θα επισημάνεις | να επισημάνεις | επισήμανε | ||
γ' ενικ. | επισήμανε | θα επισημάνει | να επισημάνει | |||
α' πληθ. | επισημάναμε | θα επισημάνουμε | να επισημάνουμε | |||
β' πληθ. | επισημάνατε | θα επισημάνετε | να επισημάνετε | επισημάνετε | ||
γ' πληθ. | επισήμαναν επισημάναν(ε) |
θα επισημάνουν(ε) | να επισημάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επισημάνει | είχα επισημάνει | θα έχω επισημάνει | να έχω επισημάνει | ||
β' ενικ. | έχεις επισημάνει | είχες επισημάνει | θα έχεις επισημάνει | να έχεις επισημάνει | ||
γ' ενικ. | έχει επισημάνει | είχε επισημάνει | θα έχει επισημάνει | να έχει επισημάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε επισημάνει | είχαμε επισημάνει | θα έχουμε επισημάνει | να έχουμε επισημάνει | ||
β' πληθ. | έχετε επισημάνει | είχατε επισημάνει | θα έχετε επισημάνει | να έχετε επισημάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν επισημάνει | είχαν επισημάνει | θα έχουν επισημάνει | να έχουν επισημάνει |
|