stress
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
stress | stresses |
stress (en)
- η καταπόνηση
- το άγχος
- η έμφαση, η υπερτόνιση
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | stress |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stresses |
αόριστος | stressed |
παθητική μετοχή | stressed |
ενεργητική μετοχή | stressing |
stress (en)
- καταπονώ
- υπογραμμίζω, υπερτονίζω, δίνω έμφαση, επισημαίνω
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
stress | stress |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαstress (fr) αρσενικό
- το άγχος