emphasize
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | emphasize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | emphasizes |
αόριστος | emphasized |
παθητική μετοχή | emphasized |
ενεργητική μετοχή | emphasizing |
Ρήμα επεξεργασία
emphasize (en)
ενεστώτας | emphasize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | emphasizes |
αόριστος | emphasized |
παθητική μετοχή | emphasized |
ενεργητική μετοχή | emphasizing |
emphasize (en)