ενεστώτας emphasise
γ΄ ενικό ενεστώτα emphasises
αόριστος emphasised
παθητική μετοχή emphasised
ενεργητική μετοχή emphasising

emphasise (en) (βρετανική γραφή)

  1. δίνω έμφαση, τονίζω, υπογραμμίζω
    ⮡  Reformers emphasised changes in the curriculum.
    Οι μεταρρυθμιστές τόνισαν τις (αναγκαίες) αλλαγές στα προγράμματα των σχολείων.

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία