emphasise
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | emphasise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | emphasises |
αόριστος | emphasised |
παθητική μετοχή | emphasised |
ενεργητική μετοχή | emphasising |
Ρήμα
επεξεργασίαemphasise (en) (βρετανική γραφή)
- δίνω έμφαση, τονίζω, υπογραμμίζω
- ↪ Reformers emphasised changes in the curriculum.
- Οι μεταρρυθμιστές τόνισαν τις (αναγκαίες) αλλαγές στα προγράμματα των σχολείων.
- ↪ Reformers emphasised changes in the curriculum.