Ετυμολογία

επεξεργασία
τονίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τονίζω (βάζω τόνο σε λέξη) < αρχαία ελληνική τόνος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /toˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: το‐νί‐ζω

τονίζω, αόρ.: τόνισα, παθ.φωνή: τονίζομαι, π.αόρ.: τονίστηκα, μτχ.π.π.: τονισμένος

  1. (γλωσσολογία, γραμματική) βάζω τον τόνο σε μια λέξη
  2. προφέρω μια λέξη ή μια συλλαβή με ιδιαίτερη ένταση
  3. λέω κάτι με έμφαση, υπογραμμίζω
    Ο ομιλητής τόνισε την ανάγκη να ληφθούν πρόσθετα μέτρα.
    Σας τονίζω ότι η συμπεριφορά σας δεν είναι πρέπουσα
  4. κάνω κάτι να φαίνεται ή να ξεχωρίζει καλύτερα
  5. (παρωχημένο) μελοποιώ [2]

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τονίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .



  Ετυμολογία

επεξεργασία
τονίζω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τόν(ος) + -ίζω

τονίζω (ελληνιστική κοινή)