τονίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τονίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τονίζω (βάζω τόνο σε λέξη) < αρχαία ελληνική τόνος
- για τις σημασίες: «προφέρω τονισμένα», ή «δίνω έμφαση» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική accentuer [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /toˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : το‐νί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίατονίζω, αόρ.: τόνισα, παθ.φωνή: τονίζομαι, π.αόρ.: τονίστηκα, μτχ.π.π.: τονισμένος
- (γλωσσολογία, γραμματική) βάζω τον τόνο σε μια λέξη
- προφέρω μια λέξη ή μια συλλαβή με ιδιαίτερη ένταση
- λέω κάτι με έμφαση, υπογραμμίζω
- ↪ Ο ομιλητής τόνισε την ανάγκη να ληφθούν πρόσθετα μέτρα.
- ↪ Σας τονίζω ότι η συμπεριφορά σας δεν είναι πρέπουσα
- κάνω κάτι να φαίνεται ή να ξεχωρίζει καλύτερα
- (παρωχημένο) μελοποιώ [2]
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τονίζω | τόνιζα | θα τονίζω | να τονίζω | τονίζοντας | |
β' ενικ. | τονίζεις | τόνιζες | θα τονίζεις | να τονίζεις | τόνιζε | |
γ' ενικ. | τονίζει | τόνιζε | θα τονίζει | να τονίζει | ||
α' πληθ. | τονίζουμε | τονίζαμε | θα τονίζουμε | να τονίζουμε | ||
β' πληθ. | τονίζετε | τονίζατε | θα τονίζετε | να τονίζετε | τονίζετε | |
γ' πληθ. | τονίζουν(ε) | τόνιζαν τονίζαν(ε) |
θα τονίζουν(ε) | να τονίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τόνισα | θα τονίσω | να τονίσω | τονίσει | ||
β' ενικ. | τόνισες | θα τονίσεις | να τονίσεις | τόνισε | ||
γ' ενικ. | τόνισε | θα τονίσει | να τονίσει | |||
α' πληθ. | τονίσαμε | θα τονίσουμε | να τονίσουμε | |||
β' πληθ. | τονίσατε | θα τονίσετε | να τονίσετε | τονίστε | ||
γ' πληθ. | τόνισαν τονίσαν(ε) |
θα τονίσουν(ε) | να τονίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τονίσει | είχα τονίσει | θα έχω τονίσει | να έχω τονίσει | ||
β' ενικ. | έχεις τονίσει | είχες τονίσει | θα έχεις τονίσει | να έχεις τονίσει | ||
γ' ενικ. | έχει τονίσει | είχε τονίσει | θα έχει τονίσει | να έχει τονίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τονίσει | είχαμε τονίσει | θα έχουμε τονίσει | να έχουμε τονίσει | ||
β' πληθ. | έχετε τονίσει | είχατε τονίσει | θα έχετε τονίσει | να έχετε τονίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τονίσει | είχαν τονίσει | θα έχουν τονίσει | να έχουν τονίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τονίζομαι | τονιζόμουν(α) | θα τονίζομαι | να τονίζομαι | ||
β' ενικ. | τονίζεσαι | τονιζόσουν(α) | θα τονίζεσαι | να τονίζεσαι | ||
γ' ενικ. | τονίζεται | τονιζόταν(ε) | θα τονίζεται | να τονίζεται | ||
α' πληθ. | τονιζόμαστε | τονιζόμαστε τονιζόμασταν |
θα τονιζόμαστε | να τονιζόμαστε | ||
β' πληθ. | τονίζεστε | τονιζόσαστε τονιζόσασταν |
θα τονίζεστε | να τονίζεστε | (τονίζεστε) | |
γ' πληθ. | τονίζονται | τονίζονταν τονιζόντουσαν |
θα τονίζονται | να τονίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τονίστηκα | θα τονιστώ | να τονιστώ | τονιστεί | ||
β' ενικ. | τονίστηκες | θα τονιστείς | να τονιστείς | τονίσου | ||
γ' ενικ. | τονίστηκε | θα τονιστεί | να τονιστεί | |||
α' πληθ. | τονιστήκαμε | θα τονιστούμε | να τονιστούμε | |||
β' πληθ. | τονιστήκατε | θα τονιστείτε | να τονιστείτε | τονιστείτε | ||
γ' πληθ. | τονίστηκαν τονιστήκαν(ε) |
θα τονιστούν(ε) | να τονιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω τονιστεί | είχα τονιστεί | θα έχω τονιστεί | να έχω τονιστεί | τονισμένος | |
β' ενικ. | έχεις τονιστεί | είχες τονιστεί | θα έχεις τονιστεί | να έχεις τονιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει τονιστεί | είχε τονιστεί | θα έχει τονιστεί | να έχει τονιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε τονιστεί | είχαμε τονιστεί | θα έχουμε τονιστεί | να έχουμε τονιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε τονιστεί | είχατε τονιστεί | θα έχετε τονιστεί | να έχετε τονιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν τονιστεί | είχαν τονιστεί | θα έχουν τονιστεί | να έχουν τονιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι τονισμένος - είμαστε, είστε, είναι τονισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν τονισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν τονισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι τονισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι τονισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι τονισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι τονισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία τονίζω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τονίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Ετυμολογία
επεξεργασία- τονίζω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τόν(ος) + -ίζω
Ρήμα
επεξεργασίατονίζω (ελληνιστική κοινή)
- (γραμματική) βάζω τόνο σε μια λέξη
Πηγές
επεξεργασία- τονίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.