τονίζω
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τονίζω < (ελληνιστική κοινή) τονίζω < αρχαία ελληνική τόνος
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
τονίζω
- (γλωσσολογία) βάζω τον τόνο σε μια λέξη
- προφέρω μια λέξη ή μια συλλαβή με ιδιαίτερη ένταση
- λέω κάτι με έμφαση, υπογραμμίζω
- ο ομιλητής τόνισε την ανάγκη να ληφθούν πρόσθετα μέτρα
- σας τονίζω ότι η συμπεριφορά σας δεν είναι πρέπουσα
- κάνω κάτι να φαίνεται ή να ξεχωρίζει καλύτερα
Επεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τονίζω | τόνιζα | θα τονίζω | να τονίζω | τονίζοντας | |
β' ενικ. | τονίζεις | τόνιζες | θα τονίζεις | να τονίζεις | τόνιζε | |
γ' ενικ. | τονίζει | τόνιζε | θα τονίζει | να τονίζει | ||
α' πληθ. | τονίζουμε | τονίζαμε | θα τονίζουμε | να τονίζουμε | ||
β' πληθ. | τονίζετε | τονίζατε | θα τονίζετε | να τονίζετε | τονίζετε | |
γ' πληθ. | τονίζουν(ε) | τόνιζαν τονίζαν(ε) |
θα τονίζουν(ε) | να τονίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τόνισα | θα τονίσω | να τονίσω | τονίσει | ||
β' ενικ. | τόνισες | θα τονίσεις | να τονίσεις | τόνισε | ||
γ' ενικ. | τόνισε | θα τονίσει | να τονίσει | |||
α' πληθ. | τονίσαμε | θα τονίσουμε | να τονίσουμε | |||
β' πληθ. | τονίσατε | θα τονίσετε | να τονίσετε | τονίστε | ||
γ' πληθ. | τόνισαν τονίσαν(ε) |
θα τονίσουν(ε) | να τονίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τονίσει | είχα τονίσει | θα έχω τονίσει | να έχω τονίσει | ||
β' ενικ. | έχεις τονίσει | είχες τονίσει | θα έχεις τονίσει | να έχεις τονίσει | ||
γ' ενικ. | έχει τονίσει | είχε τονίσει | θα έχει τονίσει | να έχει τονίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τονίσει | είχαμε τονίσει | θα έχουμε τονίσει | να έχουμε τονίσει | ||
β' πληθ. | έχετε τονίσει | είχατε τονίσει | θα έχετε τονίσει | να έχετε τονίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τονίσει | είχαν τονίσει | θα έχουν τονίσει | να έχουν τονίσει |
|