τονίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίατονίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος τονίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τονίζομαι | τονιζόμουν(α) | θα τονίζομαι | να τονίζομαι | ||
β' ενικ. | τονίζεσαι | τονιζόσουν(α) | θα τονίζεσαι | να τονίζεσαι | (τονίζου) | |
γ' ενικ. | τονίζεται | τονιζόταν(ε) | θα τονίζεται | να τονίζεται | ||
α' πληθ. | τονιζόμαστε | τονιζόμαστε τονιζόμασταν |
θα τονιζόμαστε | να τονιζόμαστε | ||
β' πληθ. | τονίζεστε | τονιζόσαστε τονιζόσασταν |
θα τονίζεστε | να τονίζεστε | (τονίζεστε) | |
γ' πληθ. | τονίζονται | τονίζονταν τονιζόντουσαν |
θα τονίζονται | να τονίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τονίστηκα | θα τονιστώ | να τονιστώ | τονιστεί | ||
β' ενικ. | τονίστηκες | θα τονιστείς | να τονιστείς | τονίσου | ||
γ' ενικ. | τονίστηκε | θα τονιστεί | να τονιστεί | |||
α' πληθ. | τονιστήκαμε | θα τονιστούμε | να τονιστούμε | |||
β' πληθ. | τονιστήκατε | θα τονιστείτε | να τονιστείτε | τονιστείτε | ||
γ' πληθ. | τονίστηκαν τονιστήκαν(ε) |
θα τονιστούν(ε) | να τονιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω τονιστεί | είχα τονιστεί | θα έχω τονιστεί | να έχω τονιστεί | τονισμένος | |
β' ενικ. | έχεις τονιστεί | είχες τονιστεί | θα έχεις τονιστεί | να έχεις τονιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει τονιστεί | είχε τονιστεί | θα έχει τονιστεί | να έχει τονιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε τονιστεί | είχαμε τονιστεί | θα έχουμε τονιστεί | να έχουμε τονιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε τονιστεί | είχατε τονιστεί | θα έχετε τονιστεί | να έχετε τονιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν τονιστεί | είχαν τονιστεί | θα έχουν τονιστεί | να έχουν τονιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία τονίζομαι
|