τονικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τονικότητα < τονικός + -ότητα (1–3: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική tonalité[1] [2]· 4: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική tonicité[1][2])
Ουσιαστικό
επεξεργασίατονικότητα θηλυκό
- (μουσική) μουσικό σύστημα που βασίζεται σε μια κεντρική νότα, ένα τονικό κέντρο, γύρω από τα οποία οργανώνονται οι υπόλοιπες νότες ενός μουσικού έργου, καθορίζοντας τη σχέση μεταξύ των νοτών και των συγχορδιών και δίνοντας μια αίσθηση σταθερότητας και κατεύθυνσης στη μελωδία
- ο τόνος και η ένταση μιας φωνής
- η επιμέρους χρωματική μικροδιαφορά, η χρωματική απόχρωση που διαφοροποιεί από άλλα παρόμοια χρώματα
- (ιατρική, φυσιολογία) η κατάσταση συνεχούς, χαμηλού επιπέδου σύσπασης ή έντασης των μυών, ακόμα και όταν είναι σε ηρεμία, πράγμα σημαντικό για τη διατήρηση της στάσης του σώματος και για την ετοιμότητα των μυών να αντιδράσουν γρήγορα, όταν χρειαστεί
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Muscle tone στην αγγλική Βικιπαίδεια
- ατονικότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 τονικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ 2,0 2,1 τονικότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας