υπογραμμίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαυπογραμμίζω
- σημαδεύω κάποιο κείμενο βάζοντας μια γραμμή από κάτω
- υπογραμμίζω τις ενδιαφέρουσες λέξεις και φράσεις για να τις ξαναβρώ εύκολα αργότερα
- δίνω έμφαση σε κάτι
- στις ομιλίες του, υπογραμμίζει τη σημασία της πράσινης ανάπτυξης
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπογραμμίζω | υπογράμμιζα | θα υπογραμμίζω | να υπογραμμίζω | υπογραμμίζοντας | |
β' ενικ. | υπογραμμίζεις | υπογράμμιζες | θα υπογραμμίζεις | να υπογραμμίζεις | υπογράμμιζε | |
γ' ενικ. | υπογραμμίζει | υπογράμμιζε | θα υπογραμμίζει | να υπογραμμίζει | ||
α' πληθ. | υπογραμμίζουμε | υπογραμμίζαμε | θα υπογραμμίζουμε | να υπογραμμίζουμε | ||
β' πληθ. | υπογραμμίζετε | υπογραμμίζατε | θα υπογραμμίζετε | να υπογραμμίζετε | υπογραμμίζετε | |
γ' πληθ. | υπογραμμίζουν(ε) | υπογράμμιζαν υπογραμμίζαν(ε) |
θα υπογραμμίζουν(ε) | να υπογραμμίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπογράμμισα | θα υπογραμμίσω | να υπογραμμίσω | υπογραμμίσει | ||
β' ενικ. | υπογράμμισες | θα υπογραμμίσεις | να υπογραμμίσεις | υπογράμμισε | ||
γ' ενικ. | υπογράμμισε | θα υπογραμμίσει | να υπογραμμίσει | |||
α' πληθ. | υπογραμμίσαμε | θα υπογραμμίσουμε | να υπογραμμίσουμε | |||
β' πληθ. | υπογραμμίσατε | θα υπογραμμίσετε | να υπογραμμίσετε | υπογραμμίστε | ||
γ' πληθ. | υπογράμμισαν υπογραμμίσαν(ε) |
θα υπογραμμίσουν(ε) | να υπογραμμίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υπογραμμίσει | είχα υπογραμμίσει | θα έχω υπογραμμίσει | να έχω υπογραμμίσει | ||
β' ενικ. | έχεις υπογραμμίσει | είχες υπογραμμίσει | θα έχεις υπογραμμίσει | να έχεις υπογραμμίσει | ||
γ' ενικ. | έχει υπογραμμίσει | είχε υπογραμμίσει | θα έχει υπογραμμίσει | να έχει υπογραμμίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υπογραμμίσει | είχαμε υπογραμμίσει | θα έχουμε υπογραμμίσει | να έχουμε υπογραμμίσει | ||
β' πληθ. | έχετε υπογραμμίσει | είχατε υπογραμμίσει | θα έχετε υπογραμμίσει | να έχετε υπογραμμίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υπογραμμίσει | είχαν υπογραμμίσει | θα έχουν υπογραμμίσει | να έχουν υπογραμμίσει |
|