Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπογραμμίζω < υπό + γραμμή

  Ρήμα επεξεργασία

υπογραμμίζω

  • σημαδεύω κάποιο κείμενο βάζοντας μια γραμμή από κάτω
    υπογραμμίζω τις ενδιαφέρουσες λέξεις και φράσεις για να τις ξαναβρώ εύκολα αργότερα
  • δίνω έμφαση σε κάτι
    στις ομιλίες του, υπογραμμίζει τη σημασία της πράσινης ανάπτυξης


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία