highlight
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
highlight | highlights |
highlight (en)
- το αποκορύφωμα, η κορυφαία στιγμή
- ⮡ It was the highlight of our evening.
- Ήταν το αποκορύφωμα της βραδιάς μας.
- ⮡ This was the highlight of our stay in Rome.
- Αυτό ήταν το αποκορύφωμα της παραμονής μας στη Ρώμη.
- ⮡ The highlight of the safari was having an up-close encounter with a giraffe.
- Η κορυφαία στιγμή του σαφάρι ήταν η κοντινή συνάντηση με μια καμηλοπάρδαλη.
- ⮡ It was the highlight of our evening.
- (πληθυντικός, κομμωτική) η ανταύγεια
- ⮡ She is a brunette with blonde highlights.
- Είναι καστανή με ξανθές ανταύγειες.
- ⮡ I am going to do highlights in my hair.
- Θα κάνω ανταύγειες στα μαλλιά μου.
- ⮡ She is a brunette with blonde highlights.
- (για κείμενο, φωτογραφία) η τονισμένη περιοχή κειμένου ή φωτογραφίας
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | highlight |
γ΄ ενικό ενεστώτα | highlights |
αόριστος | highlighted |
παθητική μετοχή | highlighted |
ενεργητική μετοχή | highlighting |
highlight (en)
- προβάλλω, τονίζω ένα χαρακτηριστικό, κάνω κάτι να φαίνεται ή να ξεχωρίζει καλύτερα
- ⮡ The TV highlighted the French President’s visit.
- Η τηλεόραση πρόβαλε την επίσκεψη του Γάλλου Προέδρου.
- ⮡ This swimsuit highlights your figure.
- Αυτό το μαγιό προβάλλει το σώμα σας.
- ⮡ She put on the dress that highlights her legs.
- Έβαλε το φόρεμα που τονίζει τα πόδια της.
- ⮡ The TV highlighted the French President’s visit.
- υπογραμμίζω, σημειώνω μέρος ενός κειμένου με ειδικό χρωματιστό στυλό
- ⮡ She highlighted the sentence with her yellow marker.
- Υπογράμμισε την πρόταση με τον κίτρινο μαρκαδόρο της.
- ⮡ She highlighted the sentence with her yellow marker.
- (πληροφορική) επιλέγω ένα ή περισσότερα αντικείμενα (όπως εικονίδια) ή μέρος κειμένου σε επεξεργαστή κειμένου (π.χ. με την χρήση του ποντικιού ή και πληκτρολογίου)