highlight
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
highlight | highlights |
highlight (en)
- (για κείμενο, φωτογραφία) τονισμένη περιοχή κειμένου ή φωτογραφίας
- (κομμωτική) η ανταύγεια
- ↪ She is a brunette with blonde highlights.
- Είναι καστανή με ξανθές ανταύγειες.
- ↪ I am going to do highlights in my hair.
- Θα κάνω ανταύγειες στα μαλλιά μου.
- ↪ She is a brunette with blonde highlights.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | highlight |
γ΄ ενικό ενεστώτα | highlights |
αόριστος | highlighted |
παθητική μετοχή | highlighted |
ενεργητική μετοχή | highlighting |
highlight (en)
- προβάλλω, τονίζω ένα χαρακτηριστικό, κάνω κάτι να φαίνεται ή να ξεχωρίζει καλύτερα
- ↪ The TV highlighted the French President’s visit.
- Η τηλεόραση πρόβαλε την επίσκεψη του Γάλλου Προέδρου.
- ↪ This swimsuit highlights your figure.
- Αυτό το μαγιό προβάλλει το σώμα σας.
- ↪ She put on the dress that highlights her legs.
- Έβαλε το φόρεμα που τονίζει τα πόδια της.
- ↪ The TV highlighted the French President’s visit.
- υπογραμμίζω, σημειώνω μέρος ενός κειμένου με ειδικό χρωματιστό στυλό
- ↪ She highlighted the sentence with her yellow marker.
- Υπογράμμισε την πρόταση με τον κίτρινο μαρκαδόρο της.
- ↪ She highlighted the sentence with her yellow marker.
- (πληροφορική) επιλέγω ένα ή περισσότερα αντικείμενα (όπως εικονίδια) ή μέρος κειμένου σε επεξεργαστή κειμένου (π.χ. με την χρήση του ποντικιού ή και πληκτρολογίου)