Ετυμολογία

επεξεργασία
highlight < high + light

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
highlight highlights

highlight (en)

  1. (για κείμενο, φωτογραφία) τονισμένη περιοχή κειμένου ή φωτογραφίας
  2. (κομμωτική) η ανταύγεια
    I am going to do highlights in my hair.
    Θα κάνω ανταύγειες στα μαλλιά μου.
ενεστώτας highlight
γ΄ ενικό ενεστώτα highlights
αόριστος highlighted
παθητική μετοχή highlighted
ενεργητική μετοχή highlighting

highlight (en)

  1. προβάλλω, τονίζω ένα χαρακτηριστικό, κάνω κάτι να φαίνεται ή να ξεχωρίζει καλύτερα
    The TV highlighted the French President’s visit.
    Η τηλεόραση πρόβαλε την επίσκεψη του Γάλλου Προέδρου.
    This swimsuit highlights your figure.
    Αυτό το μαγιό προβάλλει το σώμα σας.
    She put on the dress that highlights her legs.
    Έβαλε το φόρεμα που τονίζει τα πόδια της.
  2. υπογραμμίζω, σημειώνω μέρος ενός κειμένου με ειδικό χρωματιστό στυλό
    She highlighted the sentence with her yellow marker.
    Υπογράμμισε την πρόταση με τον κίτρινο μαρκαδόρο της.
  3. (πληροφορική) επιλέγω ένα ή περισσότερα αντικείμενα (όπως εικονίδια) ή μέρος κειμένου σε επεξεργαστή κειμένου (π.χ. με την χρήση του ποντικιού ή και πληκτρολογίου)
 
Eπιλογή κειμένου που φωτίζεται με highlight.

Συγγενικά

επεξεργασία