→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανταύγεια < αρχαία ελληνική ἀνταύγεια (και ἀνταυγία) < ἀντί + αὐγή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανταύγεια θηλυκό

  1. η αντανάκλαση του φωτός
    ※  Το μόνο φως που έπεφτ' εκεί μέσα, ήταν μια αλλόκοτη ανταύγεια, σαν του φεγγαριού -αλλά ενός φεγγαριού κοκκινωπού, που κόντευε να δύσει. (Ναπολέων Λαπαθιώτης Το κρανίο [διήγημα])
  2. (κομμωτική) η τούφα στα μαλλιά, πιο ανοιχτόχρωμη από τα υπόλοιπα, συνήθως βαμμένη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία