κορυφαίος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
κορυφαίος, -α, -ο
- αυτός που βρίσκεται στο ανώτερο σημείο μιας ιεραρχικής βαθμίδας ή αξιολογικής κλίμακας
- κορυφαία προσωπικότητα, κορυφαίος επιστήμων
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κορυφαίος αρσενικό, κορυφαία θηλυκό
- (στην αρχαία ελληνική τραγωδία) ο επικεφαλής, ο προεξάρχων του χορού που διευθύνει το χορό στο ρυθμό των ασμάτων και της όρχησης και συμμετέχει στα διαλογικά μέρη με τους υποκριτές ως εκπρόσωπος του χορού