κορυφαία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακορυφαία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κορυφαίος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κορυφαίος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακορυφαία θηλυκό
- η επικεφαλής του χορού στο αρχαίο θέατρο
- η κεφαλαριά
- το τμήμα των μαλλιών που βρίσκεται στο πάνω μέρος του κεφαλιού
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακορυφαία