Δείτε επίσης: -αῖος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -αίος η -αία το -αίο
      γενική του -αίου της -αίας του -αίου
    αιτιατική τον -αίο τη(ν) -αία το -αίο
     κλητική -αίε -αία -αίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -αίοι οι -αίες τα -αία
      γενική των -αίων των -αίων των -αίων
    αιτιατική τους -αίους τις -αίες τα -αία
     κλητική -αίοι -αίες -αία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-αίος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -αῖος [1] Δείτε και -ιαίος

  Επίθημα επεξεργασία

-αίος, -α, -ο

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία