κορυφαίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακορυφαίο
- κορυφαίος, στην αιτιατική του ενικού
κορυφαίο, ουδέτερο του κορυφαίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού
κορυφαίο
κορυφαίο, ουδέτερο του κορυφαίος