όρχηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | όρχηση | οι | ορχήσεις |
γενική | της | όρχησης* | των | ορχήσεων |
αιτιατική | την | όρχηση | τις | ορχήσεις |
κλητική | όρχηση | ορχήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ορχήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- όρχηση < ὄρχηση στο πολυτονικό της δημοτικής < ὄρχησις στο πολυτονικό της καθαρεύουσας και όπως επανέφεραν προτύτερα τη λέξη οι λόγιοι < μεσαιωνική ελληνική ὄρχησμα < αρχαία ελληνική ὄρχημα και ὄρχησις < ὄρχος ή ἔρχομαι ή ὄρνυμι ή ὀρούω (ορμώ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαόρχηση θηλυκό
- λόγια λέξη για την τέχνη κυρίως του αρχαίου χορού (όρος που εσφαλμένα συνδέεται περισσότερο με τη μουσική επειδή η λέξη ορχήστρα χρησιμοποιείται πολύ περισσότερο στη νεοελληνική σε σύγκριση με την όρχηση που τείνει ως όρος να εκλείψει έξω από την ακαδημαϊκή γλωσσα)