προεξάρχων
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | προεξάρχων | προεξάρχουσα | προεξάρχον |
γενική | προεξάρχοντος | προεξάρχουσας (προεξαρχούσης) |
προεξάρχοντος |
αιτιατική | προεξάρχοντα | προεξάρχουσα | προεξάρχον |
κλητική | προεξάρχων | προεξάρχουσα | προεξάρχον |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | προεξάρχοντες | προεξάρχουσες | προεξάρχοντα |
γενική | προεξαρχόντων | προεξαρχουσών | προεξαρχόντων |
αιτιατική | προεξάρχοντες | προεξάρχουσες | προεξάρχοντα |
κλητική | προεξάρχοντες | προεξάρχουσες | προεξάρχοντα |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προεξάρχων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προεξάρχω
ΜετοχήΕπεξεργασία
προεξάρχων
- που προεξάρχει
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
προεξάρχων