άσμα
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | άσμα | άσματα |
γενική | άσματος | ασμάτων |
αιτιατική | άσμα | άσματα |
κλητική | άσμα | άσματα |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άσμα < αρχαία ελληνική ᾆσμα
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
άσμα ουδέτερο
- τραγούδι
- Ὅμως ἀπ' τ' ἄλλα πιὸ πολὺ μὲ ἄγγιξε τὸ ἆσμα // τὸ Τραπεζούντιον μὲ τὴν παράξενή του γλῶσσα. (Κωνσταντῖνος Π. Καβάφης, Πάρθεν, από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923)
- Φθάνει τώρα τὸ κέρασμα, // φθάνει ὁ χορός, καὶ τ' ἆσμα. (Ἀνδρέας Κάλβος, Ἡ Λύρα, ᾨδὴ δευτέρα, στ΄, 1824)
- ύμνος
- υποδιαίρεση μεγάλου ποιητικού έργου
- παραφθορά της λέξης άσθμα
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Άσμα Ασμάτων στη Βικιθήκη