παραφθορά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παραφθορά < ελληνιστική κοινή παραφθορά < παραφθείρω < αρχαία ελληνική φθείρω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παραφθορά θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- παραφθείρω
- παραφθαρμένος
- ⮡ παραφθαρμένη γλώσσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παραφθορά