αλλοίωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλλοίωση | οι | αλλοιώσεις |
γενική | της | αλλοίωσης* | των | αλλοιώσεων |
αιτιατική | την | αλλοίωση | τις | αλλοιώσεις |
κλητική | αλλοίωση | αλλοιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλλοιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αλλοίωση < αρχαία ελληνική ἀλλοίωσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλλοίωση θηλυκό
- η ενέργεια του αλλοιώνω, η μετατροπή ή μεταβολή, συνήθως προς το χειρότερο
- (ειδικότερα) (για τρόφιμα) η σήψη
- (μουσική) σύμβολο που αλλοιώνει το ύψος ενός φθόγγου
Μεταφράσεις
επεξεργασία μουσική