αλλοίωση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αλλοίωση < αρχαία ελληνική ἀλλοίωσις
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αλλοίωση θηλυκό
- η ενέργεια του αλλοιώνω, η μετατροπή ή μεταβολή, συνήθως προς το χειρότερο
- (ειδικότερα) (για τρόφιμα) η σήψη
- (μουσική) σύμβολο που αλλοιώνει το ύψος ενός φθόγγου
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μουσική