αναίρεση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αναίρεση < αρχαία ελληνική ἀναίρεσις
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αναίρεση θηλυκό
- η ακύρωση μιας αλλαγής
- ο Άρειος Πάγος ως ανώτατο δικαστήριο του κράτους, δικάζει μετά την άσκηση αναίρεσης κατά τελεσίδικης απόφασης εκ των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων
- (μουσική) ( ) η ακύρωση της αλλοίωσης ενός φθόγγου που είχε προηγουμένως αλλοιωθεί από μία δίεση ή μία ύφεση
- διπλή αναίρεση ( ), αναίρεση δίεση ( ), αναίρεση ύφεση ( ): αλλοιώσεις που δεν χρησιμοποιούνται πλέον σήμερα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αναίρεση