Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αναιρέσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναιρώ
  2. θα αναιρέσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναιρώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

αναιρέσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αναίρεση