Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀναίρεσῐς αἱ ἀναιρέσεις
      γενική τῆς ἀναιρέσεως τῶν ἀναιρέσεων
      δοτική τῇ ἀναιρέσει ταῖς ἀναιρέσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀναίρεσῐν τὰς ἀναιρέσεις
     κλητική ! ἀναίρεσῐ ἀναιρέσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀναιρέσει
γεν-δοτ τοῖν  ἀναιρεσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀναίρεσις < αναιρέ(ω) / ἀναιρώ + -σις.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε ἀν- (ἀνά) + αἵρεσις.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀναίρεσις ,-εως θηλυκό

  1. (αρχική σημασία) περισυλλογή (ιδίως για νεκρά σώματα, οστά) για ταφή
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 34.3
    ἔνεστι δὲ τὰ ὀστᾶ ἧς ἕκαστος ἦν φυλῆς. μία δὲ κλίνη κενὴ φέρεται ἐστρωμένη τῶν ἀφανῶν, οἳ ἂν μὴ εὑρεθῶσιν ἐς ἀναίρεσιν.
    Τα οστά του κάθε νεκρού είναι στο φέρετρο της φυλής του. Ένα όμως φέρετρο το μεταφέρουν κενό. Είναι των αφανών, εκείνων που τα σώματα δεν βρέθηκαν για περισυλλογή.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Νικίας, 25.5
    χαλεπὴν δὲ καὶ τὴν διὰ γῆς σωτηρίαν ὁρῶντες, οὔτε ναῦς ἀφέλκοντας ἐγγύθεν ἔτι τοὺς πολεμίους ἐκώλυον, οὔτε νεκρῶν ᾔτησαν ἀναίρεσιν,
    αλλά και από τη στεριά έβλεπαν ότι δύσκολα θα μπορούσαν να σωθούν. Γι᾽ αυτό ούτε προσπαθούσαν να εμποδίσουν τους εχθρούς που από κοντά τους τραβούσαν τα σκάφη τους ούτε ζήτησαν να περισυλλέξουν τους νεκρούς τους·
    Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greek‑language.gr
  2. (για ναυάγια, όπλα) περισυλλογή
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 1, 7.5
    ὅτι αὐτοὶ μὲν ἐπὶ τοὺς πολεμίους πλέοιεν, τὴν δὲ ἀναίρεσιν τῶν ναυαγῶν προστάξαιεν τῶν τριηράρχων ἀνδράσιν ἱκανοῖς καὶ ἐστρατηγηκόσιν ἤδη, Θηραμένει καὶ Θρασυβούλῳ καὶ ἄλλοις τοιούτοις·
    οι ίδιοι, είπαν, κίνησαν να επιτεθούν στον εχθρό, αναθέτοντας την περισυλλογή των ναυαγών σε μερικούς τριηράρχους, ανθρώπους ικανούς και που είχαν προϋπηρετήσει σαν στρατηγοί — τον Θηραμένη, τον Θρασύβουλο κι άλλους σαν κι αυτούς.
    Μετάφραση (1966): Ρόδης Ρούφος @greek‑language.gr
  3. καταστροφή, αφανισμός
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 6, 3.5
    ὁρῶ γὰρ οὐκ ἄλλα μὲν ὑμῖν, ἄλλα δὲ ἡμῖν δοκοῦντα, ἀλλ᾽ ὑμᾶς τε ἀχθομένους καὶ ἡμᾶς τῇ Πλαταιῶν καὶ Θεσπιῶν ἀναιρέσει.
    Διαπιστώνω, στ᾽ αλήθεια, ότι εσείς κι εμείς δεν βλέπουμε διαφορετικά τα πράγματα: κι εσείς αγανακτείτε όσο κι εμείς για την καταστροφή της Πλάταιας και των Θεσπιών.
    Μετάφραση (1966): Ρόδης Ρούφος @greek‑language.gr
  4. ανάληψη ενεργειών
  5. (για νόμους) κατάργηση, ακύρωση
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Σόλων, 15.5
    οἱ δὲ πλεῖστοι πάντων ὁμοῦ φασι τῶν συμβολαίων ἀναίρεσιν γενέσθαι τὴν σεισάχθειαν, καὶ τούτοις συνᾴδει μᾶλλον τὰ ποιήματα.
    Οι περισσότεροι όμως λένε ότι η σεισάχθεια ήταν η ακύρωση όλων ανεξαιρέτως των συμβολαίων, και προς την άποψη αυτή κλίνουν μάλλον και τα ποιήματα του Σόλωνα·
    Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greek‑language.gr
  6. σφαγή ατόμων
  7. εξοστρακισμός, εξορία
  8. αναίρεση κατηγορίας
  9. άμεση αντίκρουση επιχειρημάτων
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Σοφιστικοὶ Ἔλεγχοι, 3, 470.7 @scaife.perseus
    Τῶν δ ἐριστικῶν δριμύτατος μὲν ὁ πρῶτον εὐθὺς ἄδηλος πότερον συλλελόγισται ἢ οὔ, καὶ πότερον παρὰ ψεῦδος ἢ διαίρεσίν ἐστιν ἡ λύσις, δεύτερος δὲ τῶν ἄλλων ὁ δῆλος μὲν ὅτι παρὰ διαίρεσιν ἢ ἀναίρεσίν ἐστι, μὴ φανερὸς δ ὢν διὰ τίνος τῶν ἠρωτημένων ἀναίρεσιν ἢ διαίρεσιν λυτέος ἐστίν, ἀλλὰ πότερον αὕτη παρὰ τὸ συμπέρασμα ἢ παρά τι τῶν ἐρωτημάτων ἐστίν.
    λείπει η μετάφραση
  10. (στην αστρολογία) ακτινοβολία
  11. (για δόγματα, πεποιθήσεις) ανάκληση, κατάργηση, άρνηση
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Περικλῆς, 6.5
    οἱ δὲ τῆς αἰτίας τὴν εὕρεσιν ἀναίρεσιν εἶναι τοῦ σημείου λέγοντες οὐκ ἐπινοοῦσιν ἅμα τοῖς θείοις καὶ τὰ τεχνητὰ τῶν συμβόλων ἀθετοῦντες, ψόφους τε δίσκων καὶ φῶτα πυρσῶν καὶ γνωμόνων ἀποσκιασμούς·
    Γι᾽ αυτό εκείνοι που λένε ότι η εύρεση της αιτίας είναι αναίρεση του σημείου που μας φανερώνεται, δεν καταλαβαίνουν ότι έτσι αρνούνται μαζί και τα σημεία που φανερώνονται από τους θεούς και τα σημεία που προέρχονται από την τέχνη των ανθρώπων, όπως είναι λόγου χάρη, ο ήχος των μετάλλινων δίσκων, οι φλόγες της φωτιάς και οι σκιές που βλέπουμε στα ηλιακά ρολόγια·
    Μετάφραση (1965): Μιχάλης Οικονόμου @greek‑language.gr

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. s.v. αναιρώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία