ακτινοβολία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ακτινοβολία < (λόγιο) ελληνιστική κοινή ἀκτινοβολία
- (όρος φυσικής) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική radiation[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.kti.nɔ.vɔˈli.a/
- συλλαβισμός : α‐κτι‐νο‐βο‐λί‐α
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ακτινοβολία θηλυκό
- (φυσική) εκπομπή ενέργειας υπό μορφή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων ή σωματιδίων
- η γοητεία
- ↪ η αριστερά έμοιαζε να είχε χάσει την ακτινοβολία της, αλλά με το μνημόνιο...
- ↪ ήταν φοβερός ρήτορας, τον παρακολουθούσαμε με ανοιχτό στόμα, αλλά γέρασε και έχασε την ακτινοβολία του
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ακτινοβολία
|
Επεξεργασία
- ↑ «ακτινοβολία» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.