↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομίχλη ακτινοβολίας οι ομίχλες ακτινοβολίας
      γενική της ομίχλης ακτινοβολίας των ομιχλών ακτινοβολίας
    αιτιατική την ομίχλη ακτινοβολίας τις ομίχλες ακτινοβολίας
     κλητική ομίχλη ακτινοβολίας ομίχλες ακτινοβολίας
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ομίχλη ακτινοβολίας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική radiation fog → δείτε τις λέξεις ομίχλη και ακτινοβολία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /oˈmi.xli a.kti.no.voˈli.as/

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

ομίχλη ακτινοβολίας θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Ομίχλη, στον Θησαυρό Μετεωρολογικών Όρων του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών