ανάληψη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανάληψη | οι | αναλήψεις |
γενική | της | ανάληψης* | των | αναλήψεων |
αιτιατική | την | ανάληψη | τις | αναλήψεις |
κλητική | ανάληψη | αναλήψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναλήψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανάληψη < αρχαία ελληνική ἀνάληψις
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανάληψη θηλυκό
- η απόσυρση κάποιου χρηματικού ποσού από κατάθεση σε λογαριασμό
- η αποδοχή της υποχρέωσης
- η αποδοχή και έναρξη μιας εργασίας η οποία έχει ανατεθεί σε κάποιον
- (θρησκεία) η άνοδος στον ουρανό
- Θα πάμε στην εκκλησία καθώς σήμερα είναι της Αναλήψεως.